-
1 эксплуатация
-и θ.1. εκμετάλλευση•эксплуатация человека человеком εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο•
эксплуатация труда εκμετάλλευση εργασίας.
2. η χρησιμοποίηση, η πρακτική χρήση•эксплуатация двигателя η εκμετάλλευση του κινητήρα•
эксплуатация природных богатств εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου•
эксплуатация недр земли εκμετάλλευση του.υπεδάφους•
эксплуатация изобретения εκμετάλλευση της εφεύρεσης.
-
2 эксплуатация
эксплуат||а́цияж в разн. знач. ἡ ἐκμετάλλευση [-ις]· \эксплуатацияация человека человеком ἡ ἐκμετάλλευση ἀνθρωπου ἀπό ἄνθρωπο· \эксплуатацияа́ция недр ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ὀρυκτοῦ πλούτου· \эксплуатация£ция леса ἡ ὑλοτομία· сдавать в \эксплуатацияа́цию παραδίδω γιά ἐκμετάλλευση. -
3 разработка
1. (проектно-конструктор-ская работа) η μελέτη, η εκπόνησηизыскательная - ερευνητική -, η έρευναконструкторская - η σχεδίαση, η μηχανολογική- технологического процесса - της τεχνολογικής διαδικασίας, τεχνολογική -2. (месторождений полезных ископаемых) горн. η εξόρυξη/εκμετάλλευση κοιτάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разработка
-
4 эксплуатация
-
5 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
6 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
7 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
8 непригодный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непригодный
-
9 открытый
1. (геод., мат., мед.) ανοι-κτ/ός- фонтан (газов нефти и т.п.) η βίαιη έξοδος/ανά-βλυση (των αερίων, του πετρελαίου2. (ничем не замаскированный, нескрываемый) ακάλυπτος, απροστάτευτος 3. (доступный для всех) ανοικτός, ελεύθερος 4. (не имеющий покрытия сверху и с боков) ασκέπαστος, ακάλυπτος, ασκεπής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытый
-
10 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
11 поведение
1. тех. η συμπεριφορά 2. (напр. вшколе) η διαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поведение
-
12 разрез
1. (результат резки) η τομή, το κόψιμο, η εντομή 2. (на чертеже) η τομή 3. горн. η επιφανειακή εκμετάλλευση, το όρυγμαгеологический - γεωλογική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрез
-
13 эксплуатация
(использование) η εκ-μετάλλευσ/ηη χρήση, η λειτουργίαвводить в - ю βάζω/θέτω σε λειτουργίαвыводить из - и βγάζω από τη χρήση/εκμετάλλευσηдата пуска в - ю ημερομηνία αρχικής - ης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксплуатация
-
14 недра
недрамн.1. τό ὑπέδαφος:\недра земли́ τά ἐγκατα τής γῆς· разработка недр ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ὑπεδάφους·2. перен τά ἐγκατα, τά μύχια:в \недрах души́ στά σωθικά. -
15 пускать
пускатьнесов1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:\пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:\пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:\пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:\пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:\пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις. -
16 разработка
разработкаж1. (земли и т. п.) ἡ καλλιέργεια· 2.горн. ἡ ἐκμετάλλευση [-ις], ἡ ἐξόρυξη μετάλλου·3. (место добычи) τό μεταλλεΙο[ν]·4. перен ἡ ἐπεξεργασία, ἡ ἐκπόνηση. -
17 эксплуатация
[εκσπλουατάτσυγια] ουσ. θ. εκμετάλλευση -
18 эксплуатация
[εκσπλουατάτσυγια] ουσ θ εκμετάλλευση -
19 хищнический
επ.αρπακτικός•-ие повадки αρπακτικές συνήθειες•
хищнический капитал ληστρικό κεφάλαιο•
-ая эксплуатация ληστρική (άγρια) εκμετάλλευση.
|| ολέθριος, καταστρεπτικός, εξολοθρευτικός•-ая вырубка лесов καταστρεπτικό κόψιμο των δασών•
хищнический лов рыбы εξολοθρευτική αλιεία.
-
20 хищничество
-а ουδ-1. αρπαγή από σαρκοφάγα ζώα.2. ληστεία, άγρια εκμετάλλευση.3. καταστροφή, εξολόθρευση.4. διαρπαγή, λεηλασία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκμετάλλευση — η 1. η εξαγωγή μεταλλεύματος από μεταλλείο. 2. μτφ., η απόκτηση ωφελημάτων από πλουτοφόρα πηγή: Με την εκμετάλλευση του ιχθυοτροφείου του έγινε πλούσιος. 3. μτφ., οικονομική μονάδα και ιδίως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας: Η εκμετάλλευση των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμετάλλευση — και εκμετάλλεψη, η 1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο 2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ. 3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους») 4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek